nécessaire, (fr) αρσενικό, το.
Μάιος και ενώ ( κενό*) η ημερομηνία (αριθμητικά) συναγωνίζεται τη θερμοκρασία στις περισσότερες περιοχές της ΜΜΕσογείου, οι προβλέψεις τείνουν περισσότερο προς την ισοπαλία για το τρέχοντα μήνα. Στα μπαράζ του Ιουνίου αναμένεται η θερμοκρασία να κάνει εντυπωσιακό καμ μπάκ και να βγεί νικήτρια, εικόνα που θα παραμείνει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα για το καλοκαίρι, μέχρι να φτάσουμε στο Φθινόπωρο (τρομερό σλόγκαν για εκπτώσεις εκείνης της εποχής "Φθηνό Πορώσου" μόνο στη Φ Χ Ψ ένα), όπου ενώ η θερμοκρασία θα ακολουθεί πτωτική τάση, λόγω μεταγραφών ή και ενός χαμηλού βαρομετρικού φορ που μας έρχεται μεταγραφή από την Ιταλία
[καθαρό δεκάρι της παλιάς ποδοσφαιρικής σχολής, μαραντόνα (όχι αυτός με τα μπιφτέκια στη Χαλκηδόνα, ο άλλος), φαλκάο, σαλπιγγίδης κτλ.] και βγήκε λίγο παλτό, φθινοπωρινό και αυτό από τις εκπτώσεις, η ημερομηνία θα κρατάει σταθερές αποδόσεις 30 με 31 βαθμούς, και θα αποδεικνύει περίτρανα πως σημασία δεν έχει η επιμέρους απόδοση τύπου διάττων αστέρας και αστέρας τρίπολης, αλλά η πάγια, σταθερή με σημάδια βελτίωσης (από το απόγευμα ιδιαίτερα στα δυτικά) ανοδική δηλαδή πορεία. Κάτι σαν να ανεβαίνεις σκάλα. Όχι ότι κάποτε οι μήνες θα έχουν πάνω από 31 ημέρες (και αν γίνει θα είναι κόλπο της κυβέρνησης για να φαίνεται ότι κρατάει σταθερούς τους μισθούς), κάτι που θα προκαλούσε σύγχυση, αλλά θα μπορούσαν, αρκεί να το θέλαν. Όλοι είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε τις επιλογές μας, και η εποχή που διανύουμε, η άνοιξη δηλαδή, σηματοδοτεί για μένα το πέρασμα από τον
νές καφέ
( ), στον
φραπέ. Για άλλον από τα παπούτσια στα σανδάλια, που τα φοράει και είναι ωραίος με τη ζεστούλα, και μετά σκάει το μπουρίνι και τρέχει σαν βιετναμέζος μέσα στις φυτείες με το ρύζι.
Ο εθισμός μου στον καφέ ξεκίνησε από τα πολύ παιδικά μου χρόνια. Πάλι τους γονείς μου θεωρώ υπέυθυνους που μας είχαν χαλαρούς και εμένα και τον αδερφό μου, απλά αυτός αυτοπεριοριζόταν από μόνος του, έτσι από χόμπι, αν και μάζευε και γραμματόσημα μάλλοντου ήταν πιο ενδιαφέρον. Σταδιακά λοιπόν, σαν γνήσια βαποράκια, μου επέτρεπαν να βουτάω παξιμάδια στον ελληνικό καφέ τους. Χωρίς να το καταλάβω είχα αλλάξει, περίμενα πότε θα ψήσουν καφέ για να πάω να βουτήξω λίγο ψωμάκι ή κανένα μπισκότο και αν ήμουν τυχερός και περίσσευε λίγο στο μπρίγκι το ρουφούσα μερακλίδικα. Δεν ήμουν ο εαυτός μου, οι φίλοι μου δε με αναγνώριζαν, ούτε εγώ αναγνώριζα βέβαια κάποιους, ειδικά αν είχα πολύ καιρό να τους δω. Πολύ γρήγορα άρχισα να ζητάω και εγώ καφέ, ελληνικό πάντα, τότε το αλβανικό καφέ δεν είχε γίνει της μόδας, πόσο μάλλον το ιταλικό. Αλλά αυτή η πρώιμη περίοδος πέρασε γρήγορα, δεν μου ήταν αρκετό, ήθελα κάτι πιο δυνατό...Οι κακές παρέες είχαν τη λύση, εκείνη την εποχή, γυμνάσιο ακόμα ήμουν, έβλεπα πολλά φιλαράκια μου να μου ζητάν κατοστάρικα για να πάνε μετά να πάρουν τη δόση τους, του φραπέ δηλαδή, στα καφέ της εποχής, που τότε είθιστο να ήταν ημιυπόγεια. Νοθευμένος φυσικά φραπές, με 3-5 κουταλάκια κρυσταλλικής ζάχαρης και αρκετό γάλα εβαπορέ (νουνού συνήθως, που λιντλ και φτηνά υποκατάστατα). Μόνο έτσι μπορούσες να τον πιείς και να γουστάρεις, παγάκι και τετοια εννοείται και πέσιμο (μέχρι και τον παναγιώτη έχω δει να πίνει φραπέ γλυκό με γάλα, στην αυλή-τη μαγκαζί-ένα καλοκαίρι, 1998 ίσως, και ήταν 9 η ώρα το βράδυ, από τότε δεν κομάται και πολύ τα βράδια). Σκέψου πόσα σκατά μπορεί να είχες φάει αν στα γαρνίραν με λίγο γάλα και πολύ ζάχαρη. Που είναι η ουσία των πραγμάτων, πως την πατούσαμε έτσι μικροί και θέλαμε τέτοια ετοιματζίδικα σκατά και αδιαφορούσαμε για την αληθινή, την βασική, τη θεμέλια ουσία των γεύσεων, των απόψεων, των σκέψεων. Την καρδιά, το μεδούλι. Ατέρμονα απογέυματα λούνης, που σε "ρουφάει" όσο ρουφάς και εσύ, όλο και πιο βαθιά, κουταλάκι, ποτήρι, καλαμάκι, παγάκι, καφέ, νερό (το βασικό συστατικό κάθε έμβιου όντος, όντως), σέικερ ή βζίν βζίν, η σειρά είναι τυχαία και αν ξεχνάω κάποιον από τους συντελεστές παρακαλώ εκ των προτέρων να με συγχωρήσει.
Μετά ήρθαν οι Ιταλοί να μας εξευγενίσουν, δεν ήταν κούλ πια να πίνεις φραπέ, καπούτσο κ εσπρέσσο κατέκλυσαν πολύ γρήγορα την αγορά. Αυτοί που έπιναν εσπρέσσο τότε
ήξεραν να πίνουν καφέ. Όλοι οι άλλοι, παλαιών αρχών καφεπότες, κοιτούσαμε αμέριμνοι, αγνοώντας τι μπορεί να προκαλέσει η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του εσπρέσσο στην ελληνική επικράτεια, κάτι σαν τα κουνέλια στην
Αυστραλία. Εισδοχή, εγκατάσταση, εξάπλωση, διάχυση, ώσμωση...
Καταλαμβάνεις ένα θώκο, ένα ενδιαίτημα, το προφυλάσεις, το εκμεταλλεύεσαι.
Κάπως έτσι γίνεται και με την τέχνη, και με τις τέχνες. Τα σίκουελ των τεχνών, στα
13 εκατομμύρια χρόνια του ανθρωπου στη γή, έχουν φτάσει μετα βίας το 7 , όσα και τα θαύματα του κόσμου, άντε 8-9, ενώ την ίδια στιγμή οι πειρατές της καρα-ηβικής (θα μπορούσε να είναι τσόντα με μελαχρινές τριχωτές γκόμενες που τις πηδάν πειρατές) και το φάστ έντ δε φιούριους βρίσκονται στο 4 και 5 αντίστοιχα, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες μου.
Και η τέχνη λοιπόν, όταν διαχέεται, κυλάει, σαν χείμμαρος, μέσω ίντερνετ, ειδικά η ζωγραφική. Κρίμα, αλλά είναι αλήθεια. Γιατί δεν ήταν προγραμματισμένη να το κάνει αυτό. Μια ταινία έχει διανομή, το ίδιο και η μουσική. Η ζωγραφική είναι εικόνα, είναι προβολή, στην χειρότερη των περιπτώσεων θα έπρεπε να ταξιδεύει σε βιβλία τέχνης και συλλογές, αν όχι σε εκθέσεις. Ακόμα καλύτερα αν ταξιδεύεις
εσύ σε εκθέσεις (δεν το έχω κάνει ποτέ, αλλά έχω ένα φίλο που τα παρακολουθεί κάτι τέτοια, μπορεί και
δυο μπορεί και
παραπάνω ), για να τις δείς, ή να εκτεθείς, ακόμα και να εκθέσεις. Στις πανελλήνιες δώσανε έκθεση ή όχι ακόμα, τι θέμα είχε, κανένα ζωγράφο έλληνα η ξένο ή κάτι κλισέ με ξενοφοβία, κρίση και τα συναφή.
Ωραία, κατεβάζεις 658 έργα τέχνης, τα κοτσάρεις στο σκληρό σου, σκρίν σέιβερ, και πάρε νά' χεις ποζεριά στη βιβλιοθήκη. Κάπως έτσι μου την πέρασε τη ρετσινιά ο Θανάσης (όχι
αυτός, ο άλλος). Πολλά ΜΒ, να χάσεις τη μπάλα. Ένας τύπος ξεχώρισε μέσα σε όλα, μάλλον επειδή ήταν ο αγαπημένος του Θανάση εκείνη την περίοδο, με τα χαρακτικά του.
Έσερ... Ήταν λαβύρινθος όλη η διαδικασία, αλλά σα μικρό παιδάκι εξερευνούσα λίγο λίγο με χαρά τρα λα λα λα λι λα λο, όλες τις πτυχές του. Και μετά βαρέθηκα. Αλλά η τύχη με ευνόησε εν τω με ταξί είχα πάει στο Γιδά (
Αλεξάνδρεια , Ημαθία), να δω την
(τότε) σχέση μου (τουρνέ στον κάμπο, είχα και πηγαινέλα Σαλόνικα-Βέροια, βόλευε). Σε μια συνηθισμένη βόλτα στην αγορά και σε ένα μαγαζάκι με είδη δώρων, αυτά τα παράξενα με τα μπιχλιμπίδια και τα φωτιστικά, τα παιδικά μουσικά οργανάκια (ο κωδικός για έναρξη επαγγέλματος στην εφορία μπορεί να έχει τον τίτλο: έμπορος παιδικών μουσικών οργάνων...ανατριχιαστικό) και τα 1002 σκατάκια, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα πάζλ που φάνηκε γνωστό, όποτε αυθόρμητα και με ενθουσιασμό αναφώνησα το αξέχαστο:
- Μα, αυτό είναι Έσερ!!!για να εισπράξω με τον ίδιο τόνο ενθουσιασμού, αυθορμητισμού αλλά και θαυμασμού, από την πανέμορφη ιδιοκτήτρια την παρατήρηση:
- Πρέπει να είσαι ο μόνος στην Αλεξάνδρεια που γνωρίζει τον Έσερ!!!!
Δίχως στιγμή να διστάσω, χαμογέλασα με ικανοποίηση και αυταρέσκεια, και δεν έχασα την ευκαιρία να αποδείξω πόσο αρχοντοχωριάτης είμαι, λέγοντας:
- Από τη Βέροια είμαι!
Αυτή η συνειδητοποίηση της καταγωγής μου δεν άργησε να με φέρει πίσω στην πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας (γκομενικά πάντα μιλώντας), αφού είχα βαρεθεί να είμαι ο πρώτος του χωριού.
Το είχα, τα βασικά, Τα ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ, έτσι απλά, ήμουν νέος, ωραίος, σοσιαλιτέ, λάτρης του καφέ, του νες συγκεκριμένα, σκάμπαζα κάτι από κουλτούρα και τέχνη, παλιά πόλη η Βέροια, με διανοούμενους και καλλιτέχνες, πρόσφορο έδαφος για επιδειξιομανία και νεοπλουτισμό. Η " "κοινή" "λογική" " (ότι χειρότερο έχει εφευρεθεί από τον άνθρωπο, μετά τις θρησκείες), θα υποστήριζε ότι θα γαμούσα και θα έδερνα. Τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως τα σχεδίαζα ούτε εγώ αλλά ούτε και ο Έσερ. Ούτε η αγάπη για τον νές, ούτε για τον Έσερ βοήθησε. Το
νεσεσέρ κατέληξε να γίνει ένα αέναο κυνήγι οπής, κάπου να κρυφτείς για τις δύσκολες νύχτες του χειμώνα . H
Νεσσέσιτυ κατέληξε, όπως και τα περισσότερα σχέδια μου σε παρακάλια, και όπως τα περισσότερα πόστ μου τελευταία στη λέξη μουνί, σε άλλη γλώσσα όμως.
Escercito la chochaστόρι οβ α μάνς λάιβ.