Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Κοινόδοντας (το ξένο είναι πιο γλυκό)

Χτές φάγαμε μεσημεριανό το γιώργο,
καθίσαμε σε ένα ζυθεστιατόριο και μιλούσαμε για την ταινία του
(είχα καιρό να τον δω, πολύ πριν την υποψηφιότητα).
Διαπιστώσαμε ότι πάντα η οικογένεια, ως θεσμός, είχε την ευχέρεια, που προέκυπτε από τη διάθεση είτε την ανάγκη, να αποκρύπτει από τα αθώα παιδικά μάτια, αυτιά και στόματα (στο σημείο αυτό ο γιώργος πρόσθεσε κάποιες ακόμα οπές του ανθρώπινου σώματος), μεγάλο τμήμα
επιλογών και εναλλακτικών που θα μπορούσαν να μας είχαν οδηγήσει χιλιόμετρα μακρυά απο εκεί που βρισκόμαστε (εγώ πάντως βρίσκομαι στο Μεσημβρινό, a.k.a.: Νέα Μεσήμβρια).
Αυτή η πλάνη μέσα στην οποία αναθρεφόμαστε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, προκαλεί αλυσιδωτές αλληλεπιδράσεις στις εγκεφαλικές συνάψεις μας, οι οποίες οδηγούν σε παγιωμένες πλέον απόψεις. Καθώς η γνώση προέρχεται κυρίως από την αντίληψη, τη συναίσθηση, τη λογική και την γλώσσα, η παγίωση επιλογών που κάνει ο εκάστοτε γονέας ή κηδεμόνας συνδράμει στη εγκατάσταση εμμονών. Η συνειδητοποίηση, τυχαία ή διερευνητικά, ότι οι επιλογές αυτές είναι εκεί και σε περιμένουν, αλλά ακόμα περισσότερο οτι ήταν πάντα εκεί και εσύ δεν το γνώριζες, μπορεί μεν να επιφέρουν μια πρόσκαιρη χαρά που θα ακολουθήσει ένας προβληματισμός, αλλά τελικά ενέχουν τον κίνδυνο να παγιωθούν εκ νέου ως εμμονές.
Επέλεξα λοιπόν χτές να φάω παστίτσιο. Το παστίτσιο, όπως και άλλα φαγητά μου τα είχε συστήσει απο παιδί η μάνα μου, καλή μαγείρισα, δε λέω, τουλάχιστον παλιά. Η κυρα Όλγα λοιπόν, μαγείρευε το παστίτσιο με μακαρόνια νο 10.!!!! Θυμάμαι μια μέρα που φάγαμε στην αδερφή του μπαμπά μου, τη θεία Φωτεινή, και κάτω απο την ξεροψημένη μπεσαμέλ (μούτσο, τε κιέρο, μουτσινά) ανακάλυψα χοντρό μακαρόνι, το οποίο δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω ακόμα αν ήταν κοφτό ή όχι, ήθελα να λιποθυμίσω από χαρά, σου ανοίγονται άλλοι δρόμοι, γαργαλιούνται τα αρχίδια σου από τέτοια πράγματα. Σύντομα όμως γκρεμίστηκε όλη η εικόνα που είχα για την ευτυχισμένη μας οικογένεια, η μητέρα αρνιόταν πεισματικά να μαγειρέψει παστίτσιο με μακαρόνι κάτω απο νο. 8 (η Δήμητρα με πληροφόρησε ότι επάνω στο πακέτο νο. 2 αναφέρεται ρητά η φράση: Για παστίτσιο). Όλα οδηγούνταν στην καταστροφή, ήθελα να φύγω και να γίνω μάστερ σεφ, σε μια άλλη χώρα, με κάποιον άλλο επαναστατημένο (απο πλευράς γκουρμέ) λαό. Τότε ήταν που ο πατέρας μου, σαν γνήσιος Μικρασιάτης (μεγάλη παρερμηνεία και η Μικρά Ασία, απλά έχει πιο μεγαλώσομους και συχνά σκούρους ανθρώπους, ενώ η Major έχει κάτι τυπάκους που φοράνε περίεργα καπέλα και πουλάνε διάφορα στο δρόμο) πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Μου υποσχέθηκε πως θα ανοίξει το μεγάλο μπλέ βιβλίο και θα μου αποκαλύψει τις δυο σημαντικότερες αλήθειες του κόσμου. Φόρεσε τα ξύλινα τσόκαρα του από δέρμα αγελάδας, την βερμούδα Princeton University, και το διαφημιστικό μπλουζάκι από το κοσμηματοπωλείο Βενέτικο, με το νο 9 στην πλάτη και μου τα είπε....

Το μουνί είναι βατζάινα και ο πούτσος πείνας.

Φωτίστηκε ο ουρανός και σταμάτησαν να ακούγονται ακόμα και τα τζιτζίκια, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε η φύσις όλη, έμεινα αποσβωλομένος, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, επιτέλους είχα αποκτήσει τα εφόδια για να ανοίξω τα φτερά μου.
Αντ΄αυτού έβαλα τα παλιά μου ρούχα και πήγαμε στο στάβλο να ταΐσουμε τα μοσχάρια.
Από τότε έχω βάλει το πείνας μου σε μερικές βατζάινες από τις οποίες μια είχε προφίσιενσυ, τουλάχιστον έτσι είπε. Το μπλέ λεξικό του πατέρα μου το έχω ακόμα στο κομό μου όμως, ήταν και αυτός όπως και πολλοί άλλοι, μεταξύ τους και εγώ, απο τους τύπους που το πρώτο πράγμα που αναζητούν στα λεξικά είναι αυτά τα δυο λήμματα.

υ.γ. είναι γλυκό το μουνί,
πιο γλυκό απ΄ το ρεβανί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου